γεωργικος

γεωργικος
    γεωργικός
    γε-ωργικός
    I
    3
    1) земледельческий, сельскохозяйственный
    

(σκεύη, λεώς Arph.; βίος Plat., Arst.; βιβλίον Plut.)

    2) сведущий в земледелии
    

(ἀνήρ Plat., Arst.)

    II
    ὅ
    1) опытный земледелец Plat.
    2) любитель земледелия Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γεωργικος" в других словарях:

  • γεωργικός — agricultural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικός — ή, ό (AM γεωργικός, ή, όν) [γεωργία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη γεωργία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωργικά τίτλος τεσσάρων ποιητικών βιβλίων τού Βεργιλίου νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά η ενασχόληση με τις… …   Dictionary of Greek

  • γεωργικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωργία: Γεωργικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • γεωργικά — γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc pl γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc/acc dual γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικῶν — γεωργικός agricultural fem gen pl γεωργικός agricultural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικόν — γεωργικός agricultural masc acc sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατα — γεωργικός agricultural adverbial superl γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατον — γεωργικός agricultural masc acc superl sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαῖς — γεωργικός agricultural fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαί — γεωργικός agricultural fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»